- κασωρεύω
- κασωρεύω (Α)πορνεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. -εύω (πρβλ. βραβ-εύω, πρεσβ-εύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκασώρευον — κασωρεύω fornicate imperf ind act 3rd pl κασωρεύω fornicate imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασωρεύουσα — κασωρεύω fornicate pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)